- ἄρηξις
- ἄρηξιςhelpfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρηξις — ἄρηξις, η (Α) [αρήγω] 1. συνδρομή, βοήθεια 2. βοήθεια για αντιμετώπιση κάποιου πράγματος, μέσα αποφυγής, αποτροπής του … Dictionary of Greek
ἀρήξει — ἄρηξις help fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀρήξεϊ , ἄρηξις help fem dat sg (epic) ἄρηξις help fem dat sg (attic ionic) ἀρήγω aid aor subj act 3rd sg (epic) ἀρήγω aid fut ind mid 2nd sg ἀρήγω aid fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρηξίων — ἄρηξις help fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἀρήγω aid fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρηξιν — ἄρηξις help fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρήγω — ἀρήγω (Α) 1. βοηθώ, συντρέχω κάποιον 2. βοηθώ κάποιον σε πόλεμο 3. συντελώ στη θεραπεία ασθένειας κάποιου 4. εμποδίζω, προλαβαίνω κάτι 5. γλυτώνω, κάποιον από κίνδυνο 6. απρόσ. ἀρήγει είναι καλό, πρέπει, αρμόζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται… … Dictionary of Greek
ἀρήξῃ — ἀρήξηι , ἄρηξις help fem dat sg (epic) ἀρήγω aid aor subj mid 2nd sg ἀρήγω aid aor subj act 3rd sg ἀρήγω aid fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)